- κοζάκος
- ο , κοζάκα η каза|к, -чка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοζάκα — η [κοζάκος] είδος χορού κατ απομίμηση τού χορού τών κοζάκων … Dictionary of Greek
κοζάκικος — η, ο [κοζάκος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κοζάκους ή αυτός που προέρχεται από αυτούς («κοζάκικος χορός») … Dictionary of Greek
αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… … Dictionary of Greek